Τα διηγήματά μου

Καληνύχτα, μαμά...

Μαμά... κρυώνω... Κρυώνω  τόσο πολύ! Πού είσαι, μαμά; Δεν σε βλέπω! Είναι μεγάλα τα κύματα κι εγώ πολύ μικρός... κανέναν σας δεν βλέπω!
Φοβάμαι, μαμά! Ξέρω πως πρέπει να κάνω κουράγιο, να είμαι γενναίος... μα, δεν μπορώ! Μέχρι πριν λίγα λεπτά κρατούσα σφιχτά το χέρι της μικρής μας Αϊλά. Εκείνη με κοιτούσε με τα μεγάλα της μαύρα μάτια γεμάτα δάκρυα... φοβόταν κι αυτή! Της χαμογελούσα και προσπαθούσα να την πείσω ότι όλα θα πάνε καλά, ότι η βάρκα μας θα φθάσει στη στεριά και εκεί θα ξεκινήσουμε μία καινούρια ζωή... Μα, το κύμα την πήρε μακριά μου. Όσο κι αν πάλεψα να την κρατήσω, δεν τα κατάφερα, μαμά. Όλα και όλοι είναι πιο δυνατά από μένα, τελικά!
Πού είσαι, μαμά; Δεν σε βλέπω! Ούτε εσένα ούτε τον μπαμπά. Φοβάμαι μόνος μου... κι ας είναι γύρω μου τόσοι άνθρωποι... Δεν με κοιτάζουν! Έχουν τα μάτια τους κλειστά και, τί περίεργο, δεν κολυμπούν πια! Μόνο κουνιούνται ρυθμικά πέρα-δώθε στον ρυθμό που τους χορεύει το κύμα. Τους μιλάω, τους φωνάζω... αλλά, δεν με ακούν... γιατί;
Θυμάμαι την ημέρα που φύγαμε. Ήταν μετά από εκείνον τον βομβαρδισμό που παραλίγο να καταστρέψει το σπίτι μας, όταν ο μπαμπάς αποφάσισε να συναντήσει τελικά εκείνον τον άνθρωπο. Πήγε στο καφενείο, με τις τσέπες του γεμάτες με όσα χρήματα είχαμε κι όλα σου τα κοσμήματα. Ακόμα ακούω στ’ αυτιά μου τη φωνή του να σου λέει: «Πρέπει να φύγουμε, Νταλάλ! Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ... αργά ή γρήγορα θα έχουμε την τύχη του Αράς και της φαμίλιας του...  Ακόμα είναι θαμμένοι κάτω απ’ τα ερείπια του σπιτιού τους. Πρέπει να φύγουμε!» Τα μάτια του μπαμπά ήταν γεμάτα δάκρυα. Όσο κι αν προσπάθησε να τα κρύψει, σφουγγίζοντάς τα βιαστικά με την παλάμη του, εγώ τα είδα. Ρώτησα τον μπαμπά, τραβώντας τον δυνατά απ’ το μανίκι: «Γιατί πρέπει να φύγουμε; Δεν θέλω!» «Γιατί εδώ γίνεται πόλεμος, αγόρι μου», μου απάντησε εκείνος σφίγγοντας τα δόντια για να μην κλάψει. Αλήθεια, μαμά, γιατί γίνεται πόλεμος; Εγώ δεν είδα κανέναν να τον θέλει! Όλοι οι άνθρωποι πονούν στο πέρασμά του, όλοι ουρλιάζουν, χάνονται, φοβούνται, ζαρώνουν στις γωνιές προσπαθώντας να αποφύγουν την παγωμένη του ανάσα... Ποιός τον θέλει τον πόλεμο; Μάλλον μόνο αυτοί που δεν τον ζουν...
Και φύγαμε, μαμά! Μας έβαλαν μέσα στη βάρκα... στοιβαχτήκαμε ο ένας πάνω στον άλλον, δεκάδες άνθρωποι... Κρατιόμασταν απ’ χέρι σφιχτά και ξεκινήσαμε για το ταξίδι προς την ελπίδα. Θα πηγαίναμε πρώτα στην Ελλάδα κι από κει θα συνεχίζαμε για Γερμανία, όπου μας περίμενε ο θείος Αλί. Όμως, η θάλασσα είχε άλλη γνώμη! Να δεις που την έχουν πείσει οι πολιτικοί ότι εμείς δεν πρέπει να πηγαίνουμε πουθενά... ότι πρέπει απλώς να χανόμαστε... Αλήθεια, αυτοί οι πολιτικοί είναι και εκείνοι άνθρωποι; Είμαι πολύ μικρός και δεν ξέρω την απάντηση... νομίζω, όμως, πως όχι!
Ο θείος Αλί λέει ότι οι Έλληνες είναι καλοί άνθρωποι. Τον φρόντισαν, όταν έφθασε εκεί, τον βοήθησαν όσο μπορούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, και κάποιοι που δεν του φέρθηκαν καλά, κάποιοι που νομίζουν ότι οι πρόσφυγες είναι κακοί άνθρωποι, που λένε ότι στη χώρα τους δεν χωράνε άλλοι, ότι δεν υπάρχουν δουλειές, λεφτά... Λένε ότι είμαστε κλέφτες... όχι, απελπισμένοι είμαστε. Το ίδιο είναι; Δεν νομίζω... Λένε ότι όλοι εμείς πρέπει να γυρίσουμε πίσω... Πίσω πού; Τίποτε δεν υπάρχει πίσω... μόνο ερείπια, πόνος και θάνατος.
Ξέρεις, μαμά, κάποιες φορές σκέφτομαι ότι δεν φταίνε αυτοί που σκέφτονται έτσι! Δεν τους κατηγορώ. Δεν ξέρουν τί σημαίνει να ακούς τις βόμβες να σκάνε δίπλα σου και να βλέπεις ανθρώπους να γίνονται κομμάτια μέσα σε δευτερόλεπτα. Να χάνεις ό,τι έχεις... το σπίτι σου, τους συγγενείς σου... Ούτε κι εγώ ήθελα να φύγουμε. Είχα τους φίλους μου στην πατρίδα, το σχολείο μου, τα παιχνίδια μου... Θυμάσαι, μαμά, πόσο πολύ στενοχωρήθηκα όταν μου είπες ότι για λίγον καιρό δεν θα πηγαίνω σχολείο; Έκλαιγα... όπως έκλαιγες κι εσύ... Ήθελα να μάθω γράμματα, μαμά, να σπουδάσω, να γίνω γιατρός για να γιατρεύω τον πόνο των ανθρώπων... Κι είναι τόσος πολύς, μαμά.... και ίδιος για όλους...  Κι εσύ ήθελες να μάθω γράμματα, να γίνω σπουδαίος μια μέρα... μα, φοβόσουν να με στείλεις στο σχολείο... φοβόσουν, μαμά... Βλέπεις, οι βόμβες δεν κάνουν διακρίσεις... πηγαίνουν και εκεί που τα παιδιά παίζουν χαρούμενα στις αυλές κι ύστερα μπαίνουν σε μια τάξη και κάθονται στο θρανίο τους... Ανοίγουν το βιβλίο και  διαβάζουν μια- μια τις λέξεις, σταματώντας με τρόμο σε μία: ΘΑΝΑΤΟΣ. Τί παράξενο! Σ’ όλες τις γλώσσες γράφεται με τον ίδιο τρόπο, με τα μεγάλα, κατακόκκινα γράμματα της καρδιάς, όπως και μια άλλη λέξη: ΖΩΗ!

Αχ, μαμά! Επιτέλους, σε βρήκα! Με κοιτάζεις με αγάπη, όπως πάντα, όμως το βλέμμα σου είναι θολό...αχ, να και ο μπαμπάς! Η θάλασσα έχει θολώσει και το δικό του βλέμμα... να και  η Αϊλά... γιατί είναι μελανιασμένα τα χείλη της; Θα κρυώνει, φαίνεται, όπως και εγώ! Επιτέλους, είμαστε όλοι μαζί, ξανά! Παράξενο δεν είναι;  Δεν φοβάμαι πια... και δεν κρυώνω! Είναι τόσο όμορφα στην αγκαλιά σου, μαμά! Δεν πειράζει που δεν θα μεγαλώσω, που δεν θα γίνω γιατρός, που δεν θα έχω μέλλον... δεν ξέρω τελικά αν τα  ήθελα όλα τούτα σ’ αυτόν τον κόσμο... Είναι, βλέπεις, πολύ όμορφα και δεν τα χωράει... Πιο καλά νιώθω στην παγωμένη σου αγκαλιά! Ίσως μια μέρα, κάποιο άλλο παιδί να είναι πιο τυχερό από εμένα... να μην χρειάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του και να χωθεί σε μία βάρκα ψεύτικων ελπίδων μαζί με άλλους απελπισμένους μελλοθάνατους. Ίσως μια μέρα ο κόσμος καταλάβει τον παραλογισμό του πολέμου και του θανάτου και σταματήσει να σπέρνει τον τρόμο στους αθώους. Ίσως μια μέρα οι πολιτικοί ξαναβρούν την ανθρωπιά τους και πάψουν να βάζουν πάνω απ’ όλα το συμφέρον. Μέχρι τότε, όμως, θα κρατιόμαστε σφιχτά απ’ το χέρι και θα προχωράμε μαζί, στο φως, μακριά απ’ τον φόβο και το σκοτάδι. Κι αυτό μου φτάνει, μαμά! Μέχρι τότε, θα κοιμηθώ στον κόρφο σου και θα ζεστάνω το κρύο μου κορμάκι με τα όνειρά σου για μια καλύτερη ζωή...κάπου αλλού... για κάποιους άλλους... Καληνύχτα, μαμά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου